-
1 εξής
1. επίρρ.:ως εξής — следующим образом;
τό ζήτημα έχει ως εξής — дело обстоит следующим образом, так;
καί οΰτω καθ' εξής — или καί τα εξής — и так далее;
2. (ο, η, τό) άκλ.:τα εξής — следующее;
οι εξής — следующие;
εις το εξής — в дальнейшем, в будущем, впредь;
από τώρα και εις το εξής — отныне и впредь, с этого времени;
3. επίθ. άκλ. следующий; такой;προτείνω την εξής λύση — предлагать следующее (такое) решение;
έχω την εξής γνώμη — иметь следующее мнение
-
2 γούστο
τό1) прям., перен. вкус;ντύνομαι με γούστο — одеваться со вкусом, красиво;
έχω καλό (κακό) γούστο — иметь хороший (плохой) вкус;
2) удовольствие, веселье, хорошее настроение;κάνω γούστο — наслаждаться (чём-л.), находить удовольствие (в чём-л.);
3) прихоть, каприз, причуда;του κάνει όλα τα γούστα — онв исполняет все его капризы; — она.потакает ему во всём;
τό κάνω έτσι γιά ( — или γιά ένα) γούστο — делать что-л, для своего собственного удовольствия, из прихоти;
§ δεν ειναι τού γούστου μου — или δεν το κάνω γούστο — это мне не нравится; — это не в моём вкусе;
ειναι ζήτημα γούστου — Зто дело вкуса;
έχει γούστο να... ирон. — было бы забавно..., было
бы здорово...;έχει πολύ γούστο αυτό το μωρό — это прелестный ребёнок;
ο καθένας με τα γοδστα του погов, на вкус и на цвет товарища нет -
3 φαῦλος
A cheap, easy, slight, paltry, first found commonly in E., twicein Hdt.1.26, 126 ([comp] Comp., elsewh. φλαῦρος), six times in Democr., Fr.87, al., twice in S., Frr.41,771: Adv. φαύλως once in A.: A. Pers. 520.I of things, easy, slight,φ. ἀθλήσας πόνον E.Supp. 317
; φαυλότατον ἔργον ''tis as easy as lying', Ar.Eq. 213;φ. πρᾶγμα Id.Lys.14
;τὸ ζήτημα οὐ φ. Pl.R. 368c
;φ. ἐρώτημα Id.Phlb. 19a
; : freq. with negat., οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ib. 527d;μάχη οὐ φ. Id.Tht. 179d
;οὐ φ. τέχνη Id.Sph. 223c
; οὔτοι βασιλέα φαῦλόν [ἐστι] κτανεῖν 'tis no slight matter to kill a king, E.El. 760; νυκτὸς γὰρ οὔτι φ. ἐμβαλεῖν στρατόν no easy matter, Id.Rh. 285;οὐ φ. πληγαί D.54.13
; ; φαῦλα ἐπιφέρειν bring paltry charges, Hdt.1.26; τὰ φ. νικήσας ἔχω have gained petty victories, S.Fr.41 (wrongly glossed by μέγα in Phot., Suid., and EM789.43, cf. Hsch); σύμμαχον Τροίᾳ μολόντα Ῥῆσον οὐ φαύλῳ τρόπῳ, i. e. with no trivial force, E.Rh. 599;παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι D.H.Rh.4.2
, cf. Lib.Or.14.26. Adv. -λως εὑρεῖν, τυχεῖν, Ar.Eq. 404 (troch.), 509 (anap.);φ. πάνυ Id.Lys. 566
(anap.); φ. ἐκφυγεῖν to get off easily, Id.Ach. 215 (lyr.);φ. ἀποδράς Id.Th. 711
(lyr.);φαυλότατα καὶ ῥᾷστα Id.Nu. 778
; οὔτι φαύλως ἦλθε with no trivial force, E.Ph. 112;φ. βοηθήσειν D.15.13
;φαύλως καὶ γλίσχρως παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2
; τὰς ἐλπίδας φ. ἔχειν to be slight, Hdn.1.3.1.2 simple, ordinary,δίαιτα Hp.Fract.36
, Art.49, Eur.Fr.213.4;σῖτα καὶ ποτὰ φαυλότατα X.Mem.1.6.2
, cf. Hp. Vict.3.68 ([comp] Comp.); but freq. with sense poor, indifferent,στρατιά Th.6.21
; ἀσπίδες, τείχισμα, παρασκευή, Id.4.9.115, 6.31;ἱμάτιον X.
l. c. Adv.-λως, διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 173c
;μὴ φ. μηδὲ ἰδιωτικῶς Id.Lg. 966e
.3 mean, bad,πρῆξις Democr.177
; ,ψόγος Id.Ph.94
(perh. both in signf. 1.1 and in 1.3);οὐ φ. ὄψις Pl.R. 519a
;φ. δόξα D.24.205
;τὰ πράγματ' ἐστὶ φ. Id.19.30
;φαῦλα διαπεπραγμένος Philem.229
;ὁ φαῦλα πράττων Ev.Jo.3.20
;μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ φ. Ep.Rom.9.11
;τὸ φ.
evil,E.
IT 390; τὰ φ., opp. τὰ ἀγαθά, X.Smp.4.47; τύχη φ., opp. ἀγαθή, Arist.Ph. 197a26, cf. Metaph. 1065a35;τὴν πόλιν μηθὲμ φ. παθεῖν OGI765.35
([place name] Priene); κομίσασθαι.. εἴτε ἀγαθὸν εἴτε φ., of rewards and punishments, 2 Ep.Cor.5.10;φ. μαίωσις Sor.2.17
, cf. 1.91, al.II of persons, low in rank, mean, common, E.Fr. 688; οἱ φαυλότατοι the commonest sort (of soldiers), Th.7.77; [γάμος] ὁ ἐκ τῶν φαυλοτέρων, opp. ἐκ μειζόνων, X.Hier.1.27, cf. Pl.R. 475b; of outward looks, the plainer ones,Ar.
Ec. 617, cf. 626 ([comp] Comp., both anap.).2 inefficient, bad,διδάσκαλος S.Fr.771.3
; τὸ φ. καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβές the inefficient, the middling, and the perfect, Th.6.18; φ. αὐλητής, opp. ἀγαθός, Pl.Prt. 327c; ; ; opp. σπουδαῖος, Isoc.1.1, Pl.Lg. 757a, etc.; esp. in point of education and accomplishments, opp.σοφός, οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν E.Hipp. 989
, cf. Ph. 496, Ion 834, Pl.Smp. 174c, Alc.1.129a;τὸ πλῆθος τὸ -ότερον E.Ba. 431
(lyr.); οἱ -ότεροι, opp. to οἱ ξυνετώτεροι, Th.3.37; οἱ φαυλότεροι γνώμην ib.83;τὰ γράμματα φαῦλοι Pl.Phdr. 242c
(so in Adv.,φαυλοτέρως πεπαιδευμένοι Id.Lg. 876d
); generally, inferior, Id.Grg. 483c: c. inf.,φαῦλοι μάχεσθαι E.IT 305
; φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι, Pl.Tht. 181b, Prt. 336c: of animals,φ. κύων D.26.22
;φαυλότατοι ἵπποι X.Mem.4.1.3
.3 careless, thoughtless, indifferent, E.Med. 807:—esp. in Adv., φαύλως ἐκρίνατε judged lightly, A.Pers. 520;φ. εὕδειν E.Rh. 769
; ;φ. παραινεῖν
off-hand,Id.
HF89; off-hand, roughly,Ar.
V. 656 (anap.);φ. εἰπεῖν
casually,Pl.
R. 449c; φ. φέρειν to bear lightly, E. IA 850, Ar.Av. 961.4 in good sense, simple, unaffected,φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν E.Fr. 473
(anap.), cf. D.L.3.63. Adv.-λως, παιδεύειν τινά
by a very simple method,X.
Oec.13.4;φ. καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι Pl.Tht. 147c
.5 of health, etc., φαύλως ἔχειν to be ill, Hp.Aph.2.32; φ. πράττειν to be in sorry plight, Men. Sam. 165;φ. ἔχει τὰ πράγματα D.10.3
, al.
См. также в других словарях:
Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… … Dictionary of Greek
αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του … Dictionary of Greek
εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek